- παρακλιτης
- παρακλίτηςπαρα-κλίτης-ου (ῐ) ὅ сосед по застольному ложу, возлежащий рядом за столом Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακλίτης — one who lies beside masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλίτης — ὁ, Α [παρακλίνω] αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον, σύνδειπνος, παρακαθήμενος, παρακλίντωρ* («σύνδειπνον καὶ παρακλίτην πεποιημένον ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
παρακλίτην — παρακλίτης one who lies beside masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)